εξανεμίζω

εξανεμίζω
και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξανεμίζω — εξανεμίζω, εξανέμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξανεμίζω — εξανέμισα, εξανεμίστηκα, εξανεμισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε άνεμο, δηλ. το ματαιώνω, το εξαφανίζω, το καταστρέφω: Εξανεμίστηκαν τα όνειρά μου. 2. (για χρήματα κτό.), καταξοδεύω, κατασπαταλώ, διασκορπίζω: Εξανεμίστηκε η περιουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξατμίζω — εξάτμισα, εξατμίστηκα, εξατμισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιο υγρό σε ατμό ή αέριο, ατμοποιώ, αεροποιώ, εξανεμίζω. 2. ενεργώ ώστε από κλεισμένο σκεύος να βγει ο ατμός βραστού νερού: Εξάτμισε την ατμομηχανή. 3. μτφ., αφανίζω κάτι, το εξανεμίζω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμογυρίζω — 1. περιφέρομαι άσκοπα 2. εξανεμίζω, εξαφανίζω …   Dictionary of Greek

  • εκλακτίζω — (AM ἐκλακτίζω) 1. διώχνω με κλωτσιές 2. (για εξουσία) αποτινάσσω, καταρρίπτω με τη βία 3. (για περιουσία) εξανεμίζω, κατασπαταλώ μσν. τρέπομαι σε φυγή με διασκελισμό, λακίζω αρχ. 1. (για χορό κωμωδίας) κλοτσώ προς τα πίσω 2. λακίζω, φεύγω κρυφά,… …   Dictionary of Greek

  • εξανέμισμα — και ξανέμισμα, το (Μ ἐξανέμισμα και ξανέμισμα) [εξανεμίζω] νεοελλ. (για χρήματα κ.λπ.) κατασπατάληση, διασπάθιση, καταξόδεμα μσν. πορδή …   Dictionary of Greek

  • εξανεμώ — ἐξανεμῶ, όω (AM) [ανεμώ] εξανεμίζω μσν. παθ. 1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα 2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω αρχ. 1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω 2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατασκορπίζω — και κατασκορπώ, άω (AM κατασκορπίζω) σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω νεοελλ. κατασπαταλώ, εξανεμίζω …   Dictionary of Greek

  • ξανεμίζω — (Μ ξανεμίζω) βλ. εξανεμίζω …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”